ακαινοτόμητος

ακαινοτόμητος
-η, -ο (Μ ἀκαινοτόμητος, -ον) [καινοτομῶ]
1. αυτός που δεν έχει κάνει καινοτομίες, αλλαγές
2. αυτός που δεν έχει υποστεί ή δεν πρέπει να υποστεί καινοτομίες
«πίστις ακαινοτόμητος».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀκαινοτόμητος — inlibatus masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαινοτόμητος — η, ο αυτός που δεν αποδέχεται τους νεοτερισμούς, τις καινοτομίες: Και στο σημείο αυτό η χώρα μας δεν έμεινε ακαινοτόμητη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκαινοτομήτως — ἀκαινοτόμητος inlibatus adverbial ἀκαινοτόμητος inlibatus masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαινοτόμητον — ἀκαινοτόμητος inlibatus masc/fem acc sg ἀκαινοτόμητος inlibatus neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαινοτομήτου — ἀκαινοτόμητος inlibatus masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαινοτόμητα — ἀκαινοτόμητος inlibatus neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”